Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Οι Μάγισσες της Θεσσαλίας

Κυκλοφόρησε μία συλλογική έκδοση διηγημάτων από τον εκδοτικό οίκο Ιwrite Publications και τις Εκδόσεις Πηγή, με τίτλο "Οι μάγισσες της Θεσσαλίας", στην οποία συμμετέχει και μία σπουδάστρια του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής, Tabula Rasa, η Μαρία Μποτέα.
Να διευκρινίσω, ότι η επιλογή του διηγήματός της έγινε πριν τη φοίτηση στο εργαστήρι.
Για όποιον ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί το βιβλίο από τα βιβλιοπωλεία Ιανός και Πολιτεία, καθώς και με παραγγελία απ' ευθείας από τον εκδοτικό οίκο.



Mετά την παρουσίαση του βιβλίου, η οποία θα γίνει στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Λάρισας στις 21 Ιανουαρίου, το βιβλίο θα διανεμηθεί σε περισσότερα βιβλιοπωλεία, όπως η Πρωτοπορία, το Public κ.ά.

Προσωπικά εύχομαι στη Μαρία καλοτάξιδο το βιβλίο και το επόμενο να έχει μόνο τη δική της υπογραφή. Το αξίζει.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Ο καλλιτέχνης της Αντιγόνης Πόμμερ



Η σαρωτική φωνή της Μαρίας Κάλλας έκανε τα ηχεία να τρίξουν. Το δωμάτιο, γέμισε με την μελοδραματική της χροιά και τον έκανε να ανατριχιάσει. Οι νότες χάιδεψαν όλο το κορμί του και στη συνέχεια ταξίδεψαν στο στήθος του. Η καρδιά του χτύπησε στο ρυθμό της μουσικής. Έκλεισε τα μάτια του. Αυτή η μουσική τον ηρεμούσε, του έδινε τη δυνατότητα να συγκεντρώνεται. Η συγκέντρωση ήταν πολύ σημαντική για τη δουλειά του. Η δουλειά του απαιτούσε ηρεμία. Κάθισε σε μια δερμάτινη καρέκλα και ξετύλιξε το μαύρο βελούδινο πανί. Το χάιδεψε με τις άκρες των δαχτύλων. Τα έσυρε αργά και ηδονικά, μέχρι που άγγιξε το παγωμένο μέταλλο του όπλου του. Το πήρε στο χέρι του και το κράτησε σφιχτά με τα λεπτά μακριά του δάχτυλα. Το χάζεψε για λίγο, λες και το έβλεπε για πρώτη φορά. Το ακούμπησε πάλι πάνω στο βελούδινο ύφασμα και χάιδεψε με τον δείκτη του τη χάραξη της λαβής. Το εργαλείο της δουλειάς του. Δεν το χρησιμοποιούσε συχνά. Μόνο όταν έπρεπε. 

Δυο μέρες πριν, είχε έρθει σε επαφή με τον σύνδεσμο. Πήρε πάλι την ίδια εντολή, να σκοτώσει. Άλλη μια αποστολή που θα στεφόταν με επιτυχία. Ήταν σίγουρος. Ήξερε καλά τη δουλειά του. Όταν το δάχτυλό του θα πίεζε την σκανδάλη, η σφαίρα θα έβρισκε τον στόχο της. Τον εμπιστεύονταν όλοι. Ήταν δεξιοτέχνης στο είδος του. Είχε ένα μοναδικό ταλέντο στο να σκοτώνει χωρίς να αφήνει ίχνη πίσω του, αλλά και με σεβασμό στο θύμα. Ήξερε που να πυροβολήσει. Ήξερε τι σημαίνει ακαριαίος θάνατος. Ήξερε να μην τρομάζει τα θύματά του. Δεν είχε πάρει τυχαία το παρατσούκλι «Ο Καλλιτέχνης».

Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στη μελωδία της μουσικής και στη αισθαντική φωνή της Κάλλας που εισέβαλε στα αφτιά του προκαλώντας του ρίγη. Η τελειότητα του ήχου από το ηχοσύστημά του, σε συνδυασμό με την μαγική φωνή της ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία. Έτσι πίστευε. Τουλάχιστον στην αρχή. Πάντα προσδοκούσε πως κάποια φωνή θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Να τον κάνει να χάσει τα λογικά του. Ήξερε ότι δεν είχε βρει την τέλεια φωνή, ήξερε ότι κορόιδευε τον εαυτό του. Αυτή έψαχνε χρόνια, γι αυτό και παρακολουθούσε όλες τις συναυλίες. Ήθελε να ανακαλύψει μια φωνή που θα τον διέλυε, που θα τρελαινόταν από τη μαγεία της, που δεν θα άντεχε να ακούσει, γιατί τα αφτιά του δεν θα ήταν τόσο τέλεια γι αυτήν. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το όπλο. Η ίδια διαδικασία πριν από κάθε φόνο. Με σταθερές κινήσεις έβγαλε το γεμιστήρα. Ήταν ολοφάνερο ότι το είχε κάνει πολλές φορές.  Άνοιξε μια κασετίνα δίπλα του, έβγαλε μια βούρτσα και την ψέκασε με λιπαντικό. Την έβαλε μέσα στη θαλάμη και στην κάνη και την έτριψε απαλά. Συνέχισε για πολλή ώρα, μέχρι που έβαλε πάλι τον γεμιστήρα στη θέση του. Τύλιξε το όπλο μέσα στο βελούδο και ένιωσε ευφορία και δέος με τις τελευταίες νότες της μουσικής. Χαμογέλασε και κάθισε μπροστά από το πιάνο. Τα δάχτυλά του χόρεψαν πάνω στα πλήκτρα σε ένα ρυθμό αλέγκρο του Μότσαρτ. Τα μαλλιά του, έπεφταν τούφες τούφες στο ιδρωμένο του κούτελο. Τα δάχτυλά του πήραν φωτιά. Σηκώθηκε όρθιος, τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Κανείς δεν μπορούσε να του προσφέρει αυτή την ηδονή, παρά μόνο αυτά τα ασπρόμαυρα πλήκτρα. Μόλις τέλειωσε πήρε στα χέρια του το εισιτήριο του για το κονσέρτο κλασικής μουσικής στο Τορόντο. Το έφερε αργά στα χείλια του και το φίλησε. Το πάθος του για τη μουσική ξεπερνούσε τη λογική. Η παρανομία, του έδινε την ευκαιρία να ικανοποιεί το πάθος του. Πότε στην Αμερική, πότε στην Ευρώπη. Χτύπησε ένα πλήκτρο στο πιάνο και άφησε το εισιτήριο στο τραπέζι. Ήταν έτοιμος για την επόμενη κίνηση. Θα περίμενε απλά να του δώσουν την ώρα και τον τόπο που θα εκτελούσε το επόμενο θύμα.


Στάθηκε πίσω από την καλογυαλισμένη καντίνα. Κάθε απόγευμα στο ίδιο μέρος, δίπλα στην παραλία. Κανείς δεν μπορούσε να τον υποψιαστεί. Μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και κατάλευκο ψαθάκι. Καθαρός, περιποιημένος. Πάντα φρεσκοξυρισμένος και χαμογελαστός. Ένας όμορφος άντρας που κατά καιρούς κέρδιζε τα βλέμματα των γυναικών που για ένα περίεργο λόγο ερωτεύονται όλους τους ιδιόρρυθμους τύπους. Ο ίδιος δεν ενέδιδε. Δεν ήθελε μπλεξίματα με γυναίκες. Η μόνη γυναίκα στη ζωή του ήταν η μουσική. Γεμάτος αυτοπεποίθηση και μια σταγόνα ναρκισσισμού, απέφευγε όλα τα θηλυκά που τον πλησίαζαν. Ευθυτενής, κοιτούσε πέρα από εκεί που έβλεπε ο καθένας. Το μυαλό του ήταν στο ταξίδι του. Οραματιζόταν το κονσέρτο στο Τορόντο. Βρισκόταν ήδη εκεί. Το εισιτήριό του, το είχε εξασφαλίσει από ακόμα ένα φονικό. Δεν τον ενδιέφερε.  Είχε βγάλει αρκετά χρήματα. Ίσως να ήταν και η τελευταία αποστολή. Μετά θα άραζε. Θα κρατούσε την καντίνα του και θα ταξίδευε όποτε ήθελε. Η μυρωδιά της κανέλας μπλέχτηκε με τον αέρα και έφερε τους πρώτους πελάτες. Δυο παιδάκια έφτασαν τρέχοντας και ζήτησαν λουκουμάδες.


Έσκυψε πίσω από την καντίνα και με τα λεπτά του δάχτυλα έβαλε το λάδι να ζεσταίνει. Η ζύμη έπεσε μέσα στο καυτό λάδι και τσιτσίρισε. Με μια τρυπητή κουτάλα τους ανακάτεψε και τους έβγαλε μόλις αυτοί απέκτησαν ένα χρυσαφένιο χρώμα. Τους άφησε να στραγγίξουν και τους έβαλε σε ένα κουτάκι. Με επιδέξιες κινήσεις βούτηξε μια ασημένια κουτάλα στο μέλι και το άφησε να τρέξει πάνω στους τραγανιστούς λουκουμάδες. Απορροφήθηκε από τη ροή του μελιού όπως χυνόταν αργά και ηδονικά πάνω στην ψημένη ζύμη, μέχρι την τελευταία σταγόνα. Κοίταξε όλους τους λουκουμάδες. Έπρεπε όλοι να είναι στρογγυλοί, στο ίδιο μέγεθος, λες και ο ένας ήταν αντίγραφο του άλλου. Ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του. Για αυτό τον αποκαλούσαν όλοι «Ο Καλλιτέχνης».
«Κανέλα;» ρώτησε χαμογελώντας.
«Ναι» απάντησαν τα παιδάκια.
Σήκωσε ένα μικρό κουτάκι και άρχισε να ρίχνει την κανέλα λες και ακολουθούσε κάποια ιεροτελεστία. Έδωσε τους λουκουμάδες και ευχαρίστησε τα μικρά που δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν και άρχισαν να βουτούν τα χέρια τους στο κουτί και να τρώνε λαίμαργα. Σε λίγο η καντίνα απέκτησε ουρά. Ήταν γνωστός στην περιοχή. Και η καντίνα ήταν σε ένα πολυσύχναστο πέρασμα. Συνέχισε να σερβίρει τα γλυκά του, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Το βλέμμα του πάγωσε και μια μάσκα αντικατέστησε το χαμογελαστό πρόσωπο.
«Αύριο το βράδυ, μετά τις 10 στην Κόρινθο. Περίμενε περισσότερες οδηγίες».
Έκλεισε το τηλέφωνο και χαμογέλασε στον κόσμο. Το Τορόντο τον περίμενε. Κι αν δεν έκανε αυτός τον φόνο, θα τον έκανε κάποιος άλλος. Το θύμα δεν θα ζούσε ούτως ή άλλως. Είχε πια νυχτώσει. Έκλεισε την καντίνα και γύρισε σπίτι του. Έπρεπε να ξεκουραστεί, να συγκεντρωθεί. Ήξερε ότι σε αυτή τη δουλειά δεν είχε περιθώρια λάθους.

Μόλις που είχε περάσει τον ισθμό της Κορίνθου και το τηλέφωνό του χτύπησε. Χαμήλωσε τη μουσική.
«Στην παραλιακή, αυτοκίνητο Lotus, εύκολο» άκουσε τη φωνή που δεν γνώριζε ποτέ σε ποιον ανήκε.
Δυνάμωσε τη μουσική. Μόνο έτσι έπαιρνε θάρρος. Η αδρεναλίνη του ανέβαινε. Έπρεπε όλες οι αισθήσεις να είναι σε εγρήγορση.  Έφτασε στην παραλιακή. Βγήκε από το αμάξι του και προχώρησε με αργά βήματα ανάμεσα στον κόσμο. Το όπλο του ήταν στην τσέπη του. Κάθε του κίνηση ήταν μελετημένη. Σταθερό βήμα, βαθιές ανάσες, παγωμένο βλέμμα. Σταθερό χέρι, αποφασισμένος σχεδόν ρομπότ. Πλησίασε με άνεση δίπλα στη Lotus. Ο οδηγός μιλούσε στο τηλέφωνο. Τον βοηθούσε το σκοτάδι. Έσκυψε δίπλα του, του χαμογέλασε, χάιδεψε το όπλο με τις άκρες των δαχτύλων του και ένιωσε την παγωνιά να περνάει σε όλο του το κορμί. Δεν θα τον πονούσε. Είχε μελετήσει την ανατομία του ανθρώπινου σώματος πριν αναλάβει αυτή τη δουλειά. Πάντα μια σφαίρα είχε στο όπλο του. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του την αποτυχία. Ο οδηγός τον κοίταξε με απορία. Δεν τον γνώριζε, ούτε θα τον γνώριζε ποτέ του. Έβγαλε το όπλο από την τσέπη του και το πρότεινε προς το μέρος του οδηγού. Μια βολή, μια σφαίρα, ένα χτύπημα ανάμεσα στα μάτια. Ούτε που θα το καταλάβαινε. Δεν θα πονούσε, δεν θα τρόμαζε. Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Δεν κοίταξε άλλο. Ποτέ δεν έκανε λάθος. Έβαλε το όπλο στην τσέπη και απομακρύνθηκε με τον ίδιο αργό και σταθερό βήμα που είχε πλησιάσει το θύμα του. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και πήρε την παλιά εθνική για να γυρίσει σπίτι του. Για άλλη μια φορά είχε αποδειχτεί καλλιτέχνης. Την άλλη μέρα το πρωί, θα έβρισκε στο λογαριασμό του ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Άνοιξε το ηχοσύστημα. Είχε ανάγκη από ηρεμία και αυτοσυγκέντρωση. Ο ήχος ενός βιολιού, τρύπησε τα αφτιά του και τον έκανε να νιώσει το μεγαλείο της εκτέλεσης, της μουσικής αλλά και του θύματος. Ευφορία γέμισε τη ψυχή του. Έριξε μια ματιά στο εισιτήριο για το Τορόντο, έσβησε το φως και αποκοιμήθηκε.

Γύρισε γεμάτος, ευτυχισμένος. Ένιωθε ότι δεν είχε σκοτώσει ποτέ. Η μουσική τον έκανε να ξεχνάει. Το πάθος του για την τελειότητα του ήχου, ήταν το κίνητρο που τον έκανε να σκοτώνει. Είχε πάρει απόφαση ότι ήταν ο τελευταίος φόνος που είχε κάνει. Το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι να περιμένει τον σύνδεσμο να επικοινωνήσει μαζί του. Τότε θα ανακοίνωνε την απόφασή του. Είχε αρκετά χρήματα για να ταξιδεύει ανά τον κόσμο και να παρακολουθεί κονσέρτα. Κάθισε μπροστά στο πιάνο και άρχισε να παίζει το ρέκβιεμ του αγαπημένου του Μότσαρτ, στη μνήμη όσων είχε σκοτώσει. Δεν ένιωθε τύψεις. Κοιμόταν ήσυχος τα βράδια. Τον είχαν διαβεβαιώσει ότι όλα του τα θύματα ήταν καθάρματα. Άλλος αποφάσιζε κι αυτός απλά εκτελούσε. Εκτελούσε με μαεστρία, με λεπτότητα, όπως ταίριαζε στο επίπεδό του. Όλα τα θύματά του είχαν έναν ιδιαίτερο θάνατο. Ανώδυνο πέρασμα. 

Η καντίνα του ήταν γεμάτη σκόνη. Έπιασε αμέσως δουλειά. Σε λίγη ώρα γυάλιζε η ανοξείδωτη επιφάνειά της και τα τζάμια στα παράθυρα έμοιαζαν διάφανα. Χαμογέλασε ικανοποιημένος από τη δουλειά του. Έφτιαξε το ψάθινο καπελάκι του και προσπάθησε να σκεφτεί το επόμενο κονσέρτο. Ανυπομονούσε να νιώσει πάλι το μεγαλείο μιας συμφωνικής ορχήστρας ή κάποιας σοπράνο. Οι παλμοί του ανέβηκαν και μια ζέστη φούντωσε όλο του το σώμα. Έσκυψε και έβαλε το λάδι να ζεσταίνει. Σε λίγο θα έρχονταν όλοι να φάνε λουκουμάδες στον καλλιτέχνη. Η ζύμη ετοιμάστηκε και οι πρώτοι λουκουμάδες βούτηξαν μέσα στο καυτό λάδι. Πίστευε ότι ήταν η τελευταία φορά που είχε σκοτώσει, όμως τρόμαξε και ο ίδιος όταν ένιωσε μέσα του την ανάγκη να πάρει το όπλο πάλι στα χέρια του. Να βρει τον στόχο, να σημαδέψει, να σκοτώσει χωρίς να πονέσει το θύμα του. Ήταν γι αυτόν μια πρόκληση. Να φωτογραφήσει την τελευταία του έκφραση και να τη φυλακίσει μαζί με τις εικόνες όλων των θυμάτων του. Και μετά, σπίτι του, να τις προβάλλει σαν θεατρικές μάσκες στην οθόνη του μυαλού του, ακούγοντας το καρναβάλι της Βενετίας του Στράους. Τι έκφραση μπορεί να πάρει ένα πρόσωπο που η ζωή του τελειώνει σε λίγα δευτερόλεπτα; Δεν προλαβαίνει να το συνειδητοποιήσει. Γι αυτό άλλωστε ήταν καλλιτέχνης. Κανείς δεν προλάβαινε να καταλάβει ότι θα πέθαινε.
Γύρισε άλλη μια βόλτα τους λουκουμάδες και μετά τους έβγαλε. Τους κοίταξε για λίγο. Ήταν όλοι ίδιοι μεταξύ τους. Ίδιο μέγεθος, ίδιο σχήμα, ίδιο χρυσαφί χρώμα. Τους τοποθέτησε σε κουτάκια και με κινήσεις που φανέρωναν άνεση, έριξε το  μέλι πάνω τους απολαμβάνοντας το θέαμα. Στα αφτιά του ήχησαν τα βιολιά από τη πρώτη συναυλία που είχε παρακολουθήσει στη ζωή του. Στο Μούζικ Φεράιν της Βιέννης. Οι λουκουμάδες που ήδη είχε ρίξει στο λάδι χόρευαν στους ρυθμούς του βιενέζικου βάλς του Στράους. Σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την κόλαση. Ο ήλιος έκαιγε και τα μάτια του θόλωσαν. Δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς τη μουσική. Χωρίς αυτό το πάθος. Δεν θα μπορούσε να σταματήσει να σκοτώνει.

Είχαν περάσει αρκετοί μήνες από την τελευταία δολοφονία. Καθισμένος μπροστά στο πιάνο έπαιζε ένα κομμάτι του Σοπέν. Τα λεπτά του δάχτυλα μετέδιδαν τη μελωδία που είχε φυλακίσει στο κορμί του, μέσα από τα πλήκτρα. Οι νότες σαν ευωδία γέμιζαν όλο το δωμάτιο και αιωρούντο στον αέρα, κάποιες από αυτές δραπέτευαν από το ανοιχτό παράθυρο. Κάποιες άλλες τρύπωναν στα ρουθούνια του και τον έκαναν να αναπνέει κοφτά, ανυπόμονα. Η τελειότητα βρισκόταν ακόμα πιο ψηλά. Έπαιζε με κλειστά τα μάτια προσπαθώντας να εστιάσει στην ακοή του. Το φεγγάρι ολόγιομο φάνταζε σαν φυσικό σκηνικό σε μια παράσταση χωρίς κοινό, χωρίς πρόγραμμα. Σε μια παράσταση ενός παρανοϊκού. Είχε παρακολουθήσει πολλά κονσέρτα, είχαν χαιδέψει τα αυτιά του οι φωνές των μεγαλύτερων σοπράνο του κόσμου. Πλησίαζε την τελειότητα, αλλά ακόμα δεν είχε βρει τη μούσα του.

Το επόμενο πρωί, βρισκόταν πάλι στη βιτρίνα της ζωής του. Λουκουμάδες ο Καλλιτέχνης. Λάδι, ζύμη, μέλι, κανέλα. Έπρεπε να έχει ένα επάγγελμα. Νόμιμο. Στάθηκε πάλι πίσω από την καντίνα κάνοντας πάντα τις ίδιες κινήσεις. Χαρίζοντας χαμόγελα στους περαστικούς. Είχε χειμωνιάσει. Πλησίαζε το πρωτοχρονιάτικο κονσέρτο της Βιέννης από τη φιλαρμονική. Ποτέ δεν το έχανε. Κοίταξε το πρόσωπό του στην ανοξείδωτη επιφάνεια της καντίνας. Είχε μεγαλώσει. Κάποιες ρυτίδες είχαν διαγράψει την πορεία τους στο μέτωπό του. Σκέφτηκε για λίγο τον σύνδεσμο. Δεν είχαν επικοινωνήσει εδώ και καιρό μαζί του. Ήθελε να τους ανακοινώσει το τέλος της συνεργασίας τους. Ανυπομονούσε γι αυτό το τηλεφώνημα. Θα αποκτούσε επιτέλους την ελευθερία του. Και δεν άργησε πολύ να έρθει.

«Λυπάμαι, δεν είσαι σε θέση  να ορίσεις το τέλος της συνεργασίας» ακούστηκε η άγνωστη φωνή από την άλλη μεριά του τηλεφώνου.
«Μεγάλωσα» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Για την ώρα υπάρχει μια αποστολή, που ίσως να είναι και η τελευταία, αν δείξεις τον ζήλο που έδειχνες τόσα χρόνια».
Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ήξερε ότι δεν ήταν τίποτα γι αυτόν ακόμα μια αποστολή. Ακόμα ένας φόνος. Προσπάθησε να πιαστεί από αυτή τη πρόταση.
«Ακούω» είπε συμβιβασμένος χωρίς να το πολυσκεφτεί.
«Πρόκειται για γυναίκα. Μονοκατοικία στο Σούνιο. Περισσότερες πληροφορίες σε λίγες μέρες».
Η γραμμή έκλεισε. Θα έκανε υπομονή. Ένας ακόμα φόνος και μετά ελεύθερος, να ταξιδεύει παντού και να επιλέγει το είδος της μουσικής που θα ήθελε να ακούσει.
Οι οδηγίες του δόθηκαν. Μπήκε στο αμάξι του, έχοντας για τελευταία φορά μαζί του το όπλο του. Η βραδιά ήταν χειμωνιάτικη με δυνατό αέρα. Η θάλασσα ήταν μαύρη και ο ουρανός χωρίς φεγγάρι. Που και που από τα φώτα του αυτοκινήτου διέκρινε τους αφρούς της θάλασσας που χτύπαγε μανιασμένη πάνω στα βράχια. Στο αυτοκίνητο ένα μουσικό κομμάτι για πιάνο του έδινε τη ένταση που χρειαζόταν για το επόμενο πάτημα της σκανδάλης. Δεν άργησε να φτάσει στο σπίτι που του είχαν υποδείξει. Μια ερημική μονοκατοικία. Δεν δυσκολεύτηκε να περάσει την είσοδο, παραβιάζοντας την κλειδαριά. Το σπίτι ήταν φωτισμένο. Από τη τζαμαρία που έβλεπε στον κήπο μπόρεσε να διακρίνει μια γυναίκα καθισμένη μπροστά σε ένα πιάνο. Φορούσε ένα κατακόκκινο βελούδινο φόρεμα με την πλάτη ανοιχτή σχεδόν μέχρι τη μέση της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα κότσο και ο λαιμός της λεπτός αλαβάστρινος πρόδιδε αρχοντιά. Πλησίασε πιο κοντά. Οι πρώτες νότες από το πιάνο έφτασαν στ’ αφτιά του. Για μια στιγμή πίστεψε ότι βρέθηκε στον παράδεισο. Η ταχύτητα των δαχτύλων της έστελνε τη μελωδία σε κύματα κατά πάνω του λες και τον πυροβολούσε. Δεν ήταν έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη. Έκλεισε τα μάτια του και κάθισε σε ένα παγκάκι του κήπου.  Παρασύρθηκε. Έμεινε εκεί για ώρα. Όταν κατάφερε να συνέλθει, σηκώθηκε, χάιδεψε το όπλο στην τσέπη του, μια κίνηση που συνήθιζε να κάνει και προχώρησε προς το τελευταίο θύμα του. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και κατευθύνθηκε με βήματα γάτας προς το δωμάτιο που έπαιζε πιάνο η άγνωστη γυναίκα.  Έβγαλε το πιστόλι και το κράτησε σφιχτά στο χέρι του. Η αναπνοή του δυσκόλεψε. Η φωνή του υποψήφιου θύματος γέμισε τον χώρο. Ογκώδης, διαπεραστική τον ακινητοποίησε. Το μέταλλο της φωνής της ήρθε σε κόντρα με το μέταλλο που κρατούσε στο χέρι του. Η λυρικότητά της τον έκανε να γονατίσει, να την προσκυνήσει. Πως θα μπορούσε να σκοτώσει αυτή τη γυναίκα; Έμεινε για κάμποση ώρα γονατισμένος, όσο διαρκούσε αυτή η ηχητική μυσταγωγία. Η φωνή της είχε δονήσει κάθε κύτταρο του κορμιού του. Έφερε τα χέρια του στα αφτιά του. Δεν του άξιζε να ακούει αυτή τη φωνή. Άφησε τα πρώτα δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά του. Ήταν η πρώτη φορά που άγγιζε το τέλειο. Ήταν η στιγμή που συνάντησε τη μούσα του. Αυτή που έψαχνε εδώ και χρόνια. Έβγαλε το όπλο και το πρότεινε, ήθελε να δει το πρόσωπό της. Η γυναίκα, σαν να διαισθάνθηκε την παρουσία του γύρισε προς το μέρος του. 

«Παίξε» την παρότρυνε.

Εκείνη γύρισε, λες και δεν υπήρχε όπλο να τη σημαδεύει και άγγιξε τα πλήκτρα. Κάστα Ντίβα. Το αγαπημένο του. Την άκουγε να παίζει και να τραγουδά, εκστασιασμένος. Η φωνή της τον αγκάλιασε. Τον χάιδεψε. Η ερωμένη που αναζητούσε. Η απόλυτη ένωση.  Ρίγη ηδονής τον κυρίευσαν. Άρχισε να τρέμει. Λίγο πριν το τέλος του τραγουδιού σήκωσε το όπλο του, σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια και πυροβόλησε. Έπεσε κάτω, έχοντας μια μοναδική έκφραση. Αυτή της ευδαιμονίας. Η γυναίκα σταμάτησε να παίζει. Πήρε το κινητό της και τηλεφώνησε.

«Ο Καλλιτέχνης είναι νεκρός. Αποστολή εξετελέσθη».

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Σεμινάριο Δημιουργίας Συναρπαστικών Χαρακτήρων

 Η δημιουργία χαρακτήρων είναι από μόνη της μια τέχνη και αφορά όλα τα είδη της γραφής. Μάθε πώς μπορείς να πλάσεις τους σωστούς χαρακτήρες που θα δώσουν ζωή και νόημα στην ιστορία που θέλεις να πεις. Πληροφορίες

Καθηγήτρια: Αντιγόνη Πόμμερ 

Σεμινάριο Λογοτεχνικής Γραφής στην Tabula Rasa

Από τις 11 Ιανουαρίου 2016, ένα νέο σεμινάριο Λογοτεχνικής γραφής ξεκινά στην Tabula Rasa

Σε ελκύει η ιδέα της συγγραφής; Είσαι αρχάριος συγγραφέας; Θέλεις να γράψεις αλλά δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις; Αυτό το σεμινάριο θα σε βοηθήσει να ανακαλύψεις τους τρόπους για να μπεις στη διαδικασία συγγραφής του δικού σου μυθιστορήματος. Μάθε τα μυστικά της δημιουργικής γραφής και της συγγραφής.
Πληροφορίες
Καθηγήτρια: Αντιγόνη Πόμμερ

Μα τι συμβαίνει στην Tabula Rasa με τους μαθητές μου;

Ο Ιωάννης Βλάχος και η Μαίρη Κάντα είναι σπουδαστές του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής, Tabula Rasa. Παρακολουθούν το σεμινάριο Λογοτεχνικής Γραφής με την Αντιγόνη Πόμμερ και  συμμετέχουν στο συλλογικό βιβλίο Ψηφίδες Λόγου, με τα διήγημά τους  Κλειδί και Η μπαλαρίνα και ο στρατιώτης που βρίσκονται στις σελίδες17 και 78 αντίστοιχα. Η συμμετοχή τους έγινε κατόπιν επιλογής.
Μπορείτε να το κατεβάσετε πατώντας εδώ!

Γιάννη, Μαίρη πολλά μπράβο... Είμαι πολύ περήφανη για σας.

Σεμινάριο παραμυθιού και εφηβικής λογοτεχνίας με την Αντιγόνη Πόμμερ

«Η ζωή, από μόνη της, είναι ένα υπέροχο παραμύθι» - Hans Christian Andersen
Γίνε για λίγο ένας μικρός - μεγάλος παραμυθάς και ταξίδεψε τους μικρότερους αναγνώστες σου σε έναν άλλο κόσμο, έτσι όπως τον έχει πλάσει η δική σου φαντασία. Δείξε τους τη δική σου παραμυθοχώρα.
Το σεμινάριο ισχύει και για μαθητές εξ αποστάσεως μέσω υπολογιστή. Πληροφορίες

Καθηγήτρια: Αντιγόνη Πόμμερ

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016