Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Αντίο Ρεξ

Η αλήθεια είναι ότι η συγκατοίκηση ήταν δύσκολη από την αρχή. Προσπάθησα να αντισταθώ στις επιθυμίες σου, αλλά είχες τον δικό σου τρόπο να μου επιβάλλεσαι. Δεν το σκέφτηκα πολύ πριν σου ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μας. Ξετρελάθηκα από το βλέμμα σου και παρασύρθηκα. Και από τότε, άρχισε να κυλάει η ζωή μου περίεργα. Θυμάμαι, από την αρχή μου είχες δηλώσει με τον τρόπο σου ότι δεν σου άρεσε να φοράω γόβες και μου τις κατέστρεψες όλες. Το ίδιο θέμα είχες και με τα σοσονάκια μου. Τα έσκισες με μανία. Ήθελες να περπατώ στο σπίτι ξυπόλυτη και κομμάτιασες τα παντοφλάκια μου. Έφταιγα κι εγώ που δεν σου έβαζα όρια. Όταν θύμωνα, με κοιτούσες με αυτό το μελαγχολικό σου βλέμμα και σε συγχωρούσα.
Ήσουν η επιθυμία της κόρης μου. «Μαμά θέλω ένα σκύλο σαν τη Λαίδη». Μεγάλωσες μαζί της. Παίξατε μαζί και τα βράδια αποκαμωμένους, σας έπαιρνε ο ύπνος. Θυμάσαι που έκλεβες τα πράγματά της και τα έθαβες στον κήπο; Πόσες ώρες έμεινες δίπλα της όταν διάβαζε; Πόσα χιλιόμετρα  τρέξατε μέσα στο σπίτι οι δυο σας; Πόσα τοστ της έκλεψες την ώρα που σου μιλούσε και πηδούσες στον αέρα ακολουθώντας τις επιθυμίες της κοιλιάς σου; Ήσουν τόσο λαίμαργος. Το όνομά σου το άκουγες μόνο όταν ήθελες ή όταν μύριζε φαγητό. Και τι δεν έφτιαξα για να σε ευχαριστήσω. Τίποτα δεν σου άρεσε. Πάντα ήθελες κάτι άλλο από αυτό που σερβίριζα. Έφευγες αφήνοντας το πιάτο σου ανέγγιχτο και τη νύχτα που κοιμόμουν σε άκουγα να μπαίνεις κρυφά στην κουζίνα και να μασουλάς το φαγητό μου.
Ήσουν ξεροκέφαλος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που γύρισες σπίτι ματωμένος, και με το ένα μάτι σκισμένο. Στο έλεγα ότι τα ροτβάιλερ είναι άγρια σκυλιά. Δεν με άκουγες. Το προκαλούσες καθημερινά.
Ήσουν επίμονος και απαιτητικός. Μπήκες στη ζωή μας, χωρίς να κάνεις καμία προσπάθεια να αλλάξεις τον δύσκολο χαρακτήρα σου. Μας έκανες να σε αγαπήσουμε, να μας γίνει απαραίτητη η παρουσία σου. Να βρίσκουμε καταφύγιο στα χάδια σου και να εξομολογούμαστε σε σένα τις στεναχώριες μας και ας μην έδινες δεκάρα. Να κλαίμε μπροστά σου και εσύ με μια προκλητική στάση να μας κοιτάς κουνώντας την ουρά και να περιμένεις να σου πετάξουμε για άλλη μια φορά το μπαλάκι που είχες στο στόμα σου.
Δεν κατάλαβα ότι πέρασαν 17 χρόνια από τη μέρα που ήρθες σπίτι μας. Δεν κατάλαβα ότι γέρασες. Δεν ήθελα να γεράσεις. Ήθελα να είσαι πάντα δίπλα μου όταν τις νύχτες έγραφα τις φανταστικές ιστορίες μου και εσύ δεν με άφηνες, γιατί πάντα κάτι ήθελες. Με κοίταζες στα μάτια γρυλίζοντας κουνώντας την ουρά σου. Ήξερα τι ήθελες. Όλοι οι δρόμοι για σένα οδηγούσαν στην κουζίνα. 
Αγαπημένε μου φίλε, θα σου πω κάτι που από εγωισμό και μόνο δεν το ομολογούσα. Για χατίρι σου, φόρεσα μπαλαρίνες και σοσονάκια πιπ τόου που δεν έγιναν ποτέ της μόδας, αφού τις γόβες μου τις έφαγες όλες και τα σοσονάκια μου το ίδιο. Αγαπημένε μου φίλε, το σπίτι μας είναι διαφορετικό χωρίς εσένα.
Σήμερα δεν είσαι εδώ κι εγώ δεν έχω όρεξη να γράψω φανταστικές ιστορίες, μόνο να γράψω αντίο σε σένα και να κλάψω γιατί …. ξέρεις κάτι; Θα μου λείψεις.
Αντίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου